τρίπρακτος

τρίπρακτος
και τρίπραχτος, -η, -ο, Ν
(για θεατρικό έργο) διαρθρωμένος σε τρεις πράξεις, αυτός που έχει τρεις πράξεις («τρίπρακτο δράμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + πράξη (πρβλ. μονόπρακτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Μ. Ηλ. Χατζάκο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρίπρακτος — τρίπρακτος, η, ο και τρίπραχτος, η, ο (για θεατρικά έργα), που αποτελείται από τρεις πράξεις: Τρίπραχτη κωμωδία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”